Έτσι κι' αλλιώς ζούμε σε καιρούς μεγάλων ελλείψεων, όπως αυτή των τρυφερών πραγμάτων που εμποδίζουν τον άνθρωπο να απωλέσει τις κρυφές πηγές των δακρύων. Αυτές δηλαδή που μουσκεύουν (μουλιάζουν, όπως έλεγε η γιαγιά μου) όσα σκληραίνει η καθημερινότητα εντός του και μετά -έτσι μαλακωμένα- και αναμεμιγμένα με της ψυχής το λιβάνι, μπορεί να γίνουν και προσευχή.
Προσωπικά, μου λείπουν πολλά από κείνα που είναι πια μνήμες γλυκασμένες με την μυρωδιά της βανίλιας, του αχνιστού ψωμιού, του ήρεμου λόγου, του αβίαστου γέλιου, του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού, των ανθέων σε γυάλινο βάζο γιορτινού σαλονιού.
Πίσω απ' αυτά στάζουν πικρό χαμόγελο τα πρόσωπα που στοιχειοθέτησαν την ευτυχία μου, σε εποχές ανθεκτικές τρυφεράδας:
Η Αθηνά των μοσχοβολιστών κουλουριών, η θειά η Ρήνα της τηγανητής μελιτζάνας υπέροχων καλοκαιριών, η γιαγιά που φούρνιζε το ψωμί, ο παππούς που διάβαζε τα Ευαγγέλια, ο μπαμπάς μου που κουβαλούσε στο ποδήλατό του την βεβαιότητά μας για τις αυριανές μέρες, τα παιδιά που έπαιζαν τους βώλους στον χωματόδρομο της σίγουρης ζωής, τα χέρια που άνοιγαν τα παράθυρα κάθε πρωί, σαν να ανανέωναν τις προοπτικές μας.
Έφυγαν οι περισσότεροι αλλά δεν είναι αυτό η μεγάλη απώλεια (καθώς οι άνθρωποι κάποια στιγμή μετακομίζουν -μέσα ή παραπλεύρως της Εδέμ-).
Εκείνο που συνιστά τούτο το "χάσιμο" το δικό μου (ίσως και όλων μας) είναι που αναχωρώντας ετούτοι, ξοπίσω τους οι εχθροί της ανθρωπιάς σβήνουν με μανία το πέρασμά τους από την ζωή μας, για να μην έχουμε λιβάδια να τρέξει η καρδιά να βρει την άνοιξή της, για να μην στις ενθυμήσεις παλεύουμε το ανέστιο και απάτριδο κενό, που οι εχθροί το ονομάζουν "μέλλον".
Ετούτη την φωτογραφία που δημοσιεύω, την βρήκα σε μια ιστοσελίδα.
Κοιτάζοντάς την, ανακάλυψα ότι το πρώτο που απεμπολήσαμε (και ίσως να είναι η μεγάλη νίκη των εχθρών) είναι ο πλούτος των ρυτίδων, οι καταγραφές των καταστάσεων στα πρόσωπα των ανθρώπων, ο χάρτης της ζωής που αποτυπώνεται εκεί και δεν σε αφήνει να ξεχάσεις την πατρίδα της καρδιάς.
Μας είπαν πως είναι ...πρόοδος, επίτευγμα και νιότη η ομοιομορφία της τσιτωμένης "αγέραστης" φάτσας αλλά δεν πρόκειται παρά για λήθη και προδοσία.
Να λησμονήσουμε δηλαδή πως αυτή η ρυτίδα -η πρώτη ίσως- είναι από μια βραδιά που κάποιον προσμέναμε και δεν ήρθε, η άλλη από την μέρα που πρωτοαρρώστησε ο πατέρας, η διπλανή από την μέρα που πρωτοείπαμε με ένταση την ευχή και η πιο πρόσφατη έγινε όταν ανακαλύψαμε πως οι εξουσίες μας έχουν προδώσει.
Πολύτιμες οδοί -που δεν βαδίσαμε- οι ρυτίδες που δεν έχουμε, ονειρικοί δρόμοι -που ξεχάσαμε- οι ρυτίδες που τις αγαπήσαμε εκεί που ήταν κρυμμένες κάτω από τα τσεμπέρια των γιαγιάδων (που έλεγαν ιστορίες και ζύμωναν πρόσφορα).....
Η γοητεία της ευλογημένης ζωής που μας την κλέβουν κάθε μέρα....Την ξαναβλέπω σε τούτη την γερόντισσα, στον τρόπο αφήνει τα χέρια της να ξεκουραστούν στην ελπίδα πως η πόρτα θ' ανοίξει (οι πόρτες με τα παλιά πόμολα, πάντα ανοίγουν...), στο μαύρο της μαντήλι, στην φανελένια ρόμπα, στο χαμόγελο που ολόγυρα το συγκρατούν όσα ο Θεός και ο χρόνος ακούμπησαν -ως εμπειρία και σοφία- στο πρόσωπό της (και επειδή κάπως έπρεπε να λέγονται, τα είπαμε ρυτίδες...).
Ναι, τελικά, μου λείπουν οι ρυτίδες αυτών που αγάπησα....
Μου λείπουν ως εσχατιές περιπόθητων καταστάσεων, ως σημείο ανάσχεσης της επιδρομής των εναντίων, ως οχυρά τρυφεράδας για να βρουν καταφύγιο τα ορφανά μου παραμύθια, ως αλήθειες ακριβές, ως ενθύμηση της εποχής που υπήρξαν -και εδώ, σε τούτη την προδομένη πατρίδα- άνθρωποι που δεν ήταν ούτε αριθμοί, ούτε νούμερα.....
Προσωπικά, μου λείπουν πολλά από κείνα που είναι πια μνήμες γλυκασμένες με την μυρωδιά της βανίλιας, του αχνιστού ψωμιού, του ήρεμου λόγου, του αβίαστου γέλιου, του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού, των ανθέων σε γυάλινο βάζο γιορτινού σαλονιού.
Πίσω απ' αυτά στάζουν πικρό χαμόγελο τα πρόσωπα που στοιχειοθέτησαν την ευτυχία μου, σε εποχές ανθεκτικές τρυφεράδας:
Η Αθηνά των μοσχοβολιστών κουλουριών, η θειά η Ρήνα της τηγανητής μελιτζάνας υπέροχων καλοκαιριών, η γιαγιά που φούρνιζε το ψωμί, ο παππούς που διάβαζε τα Ευαγγέλια, ο μπαμπάς μου που κουβαλούσε στο ποδήλατό του την βεβαιότητά μας για τις αυριανές μέρες, τα παιδιά που έπαιζαν τους βώλους στον χωματόδρομο της σίγουρης ζωής, τα χέρια που άνοιγαν τα παράθυρα κάθε πρωί, σαν να ανανέωναν τις προοπτικές μας.
Έφυγαν οι περισσότεροι αλλά δεν είναι αυτό η μεγάλη απώλεια (καθώς οι άνθρωποι κάποια στιγμή μετακομίζουν -μέσα ή παραπλεύρως της Εδέμ-).
Εκείνο που συνιστά τούτο το "χάσιμο" το δικό μου (ίσως και όλων μας) είναι που αναχωρώντας ετούτοι, ξοπίσω τους οι εχθροί της ανθρωπιάς σβήνουν με μανία το πέρασμά τους από την ζωή μας, για να μην έχουμε λιβάδια να τρέξει η καρδιά να βρει την άνοιξή της, για να μην στις ενθυμήσεις παλεύουμε το ανέστιο και απάτριδο κενό, που οι εχθροί το ονομάζουν "μέλλον".
Ετούτη την φωτογραφία που δημοσιεύω, την βρήκα σε μια ιστοσελίδα.
Κοιτάζοντάς την, ανακάλυψα ότι το πρώτο που απεμπολήσαμε (και ίσως να είναι η μεγάλη νίκη των εχθρών) είναι ο πλούτος των ρυτίδων, οι καταγραφές των καταστάσεων στα πρόσωπα των ανθρώπων, ο χάρτης της ζωής που αποτυπώνεται εκεί και δεν σε αφήνει να ξεχάσεις την πατρίδα της καρδιάς.
Μας είπαν πως είναι ...πρόοδος, επίτευγμα και νιότη η ομοιομορφία της τσιτωμένης "αγέραστης" φάτσας αλλά δεν πρόκειται παρά για λήθη και προδοσία.
Να λησμονήσουμε δηλαδή πως αυτή η ρυτίδα -η πρώτη ίσως- είναι από μια βραδιά που κάποιον προσμέναμε και δεν ήρθε, η άλλη από την μέρα που πρωτοαρρώστησε ο πατέρας, η διπλανή από την μέρα που πρωτοείπαμε με ένταση την ευχή και η πιο πρόσφατη έγινε όταν ανακαλύψαμε πως οι εξουσίες μας έχουν προδώσει.
Πολύτιμες οδοί -που δεν βαδίσαμε- οι ρυτίδες που δεν έχουμε, ονειρικοί δρόμοι -που ξεχάσαμε- οι ρυτίδες που τις αγαπήσαμε εκεί που ήταν κρυμμένες κάτω από τα τσεμπέρια των γιαγιάδων (που έλεγαν ιστορίες και ζύμωναν πρόσφορα).....
Η γοητεία της ευλογημένης ζωής που μας την κλέβουν κάθε μέρα....Την ξαναβλέπω σε τούτη την γερόντισσα, στον τρόπο αφήνει τα χέρια της να ξεκουραστούν στην ελπίδα πως η πόρτα θ' ανοίξει (οι πόρτες με τα παλιά πόμολα, πάντα ανοίγουν...), στο μαύρο της μαντήλι, στην φανελένια ρόμπα, στο χαμόγελο που ολόγυρα το συγκρατούν όσα ο Θεός και ο χρόνος ακούμπησαν -ως εμπειρία και σοφία- στο πρόσωπό της (και επειδή κάπως έπρεπε να λέγονται, τα είπαμε ρυτίδες...).
Ναι, τελικά, μου λείπουν οι ρυτίδες αυτών που αγάπησα....
Μου λείπουν ως εσχατιές περιπόθητων καταστάσεων, ως σημείο ανάσχεσης της επιδρομής των εναντίων, ως οχυρά τρυφεράδας για να βρουν καταφύγιο τα ορφανά μου παραμύθια, ως αλήθειες ακριβές, ως ενθύμηση της εποχής που υπήρξαν -και εδώ, σε τούτη την προδομένη πατρίδα- άνθρωποι που δεν ήταν ούτε αριθμοί, ούτε νούμερα.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου