Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
3. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, oι ὁποῖοι εἶναι δυσαρεστημένοι καὶ μὲ σφοδρότητα ὑπερασπίζονται τὸ «γράμμα», ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα εἰσάγουμε κάποιον ξένο καὶ παρείσακτο Θεό, νὰ ξέρουν καλὰ ὅτι φοβοῦνται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Καὶ ἂς γνωρίζουν σαφῶς, ὅτι κάλυμμα τῆς ἀσέβειάς τους εἶναι ἡ φιλία τοῦ «γράμματος», ὅπως θὰ φανεῖ ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, θὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόση πίστη στὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε, ὥστε ἀπὸ Αὐτὸ θ’ ἀρχίσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ Θεό, ἀναφέροντας τὶς ἴδιες ἐκφράσεις γιὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν φανεῖ σὲ μερικοὺς πολὺ τολμηρό. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Πατέρας. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Υἱός. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ ἄλλος Παράκλητος· «ἦταν» καὶ «ἦταν» καὶ «ἦταν»· ὅμως ἕνα «ἦταν» ὑπάρχει. «Φῶς» καὶ «φῶς» καὶ «φῶς», ἀλλὰ ἕνα φῶς, ἕνας Θεός.
Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Δαβὶδ παλαιότερα κατανόησε, ὅταν ἔλεγε· «στὸ φῶς σου θὰ δοῦμε τὸ φῶς». Καὶ τώρα ἐμεῖς καὶ ἔχουμε ἰδεῖ καὶ διακηρύσσουμε ὅτι κατανοοῦμε τὸν Υἱὸ ὡς φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ φῶς, τὸν Πατέρα, μέσα στὸ φῶς, τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύντομη καὶ ἁπλὴ θεολογία γιὰ τὴν Τριάδα. Ὅποιος θέλει νὰ περιφρονήσει ὅσα λέμε, ἂς τὰ περιφρονήσει. Κι ὅποιος θέλει ν’ ἁμαρτάνει, ἂς ἁμαρτάνει· ἐμεῖς κηρύσσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καταλάβει καλά. Καὶ ἂν ἀπὸ ἐδῶ κάτω δὲν ἀκουγόμαστε, σὲ ὑψηλὸ βουνὸ θ’ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ φωνάξουμε. Θὰ «ὑψώσουμε» τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Καὶ ἂν φοβηθοῦμε, (αὐτὸ θὰ γίνει) ὄχι τὴν ὥρα ποὺ κηρύσσουμε, ἀλλὰ ὅταν σιωποῦμε (ἡσυχάζουμε).
4. Ἂν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ ἂν ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, τότε ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν τὸ ἕνα ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε καὶ τὰ τρία ὑπῆρξαν τὸ ἴδιο. Τολμῶ νὰ πῶ, πὼς ἂν τὸ ἕνα ὑποβιβάσεις, οὔτε τὰ ἄλλα δύο νὰ ἐξυψώσεις. Ποιὰ ἄραγε ὠφέλεια ὑπάρχει ἀπὸ μία ἀτελῆ θεότητα; Ἀκόμη περισσότερο, τί εἴδους θεότητα εἶναι αὐτή, ἂν δὲν εἶναι τέλεια; Κατὰ κάποιον τρόπο δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα· καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχει, ἂν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα; Ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα· ἂς μᾶς πεῖ κάποιος πὼς αὐτὴ κατανοεῖται ἀλλιῶς. Ἂν ὅμως ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα, πῶς τότε δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὰν νὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ ἀτελὴς καὶ χωρὶς τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Πνεῦμα, τότε τοποθετεῖται στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα(1), ἀκόμη κι ἂν δημιουργήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Διότι ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐμεῖς ἀντιδιαστελλόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν τοποθετεῖται τὸ Πνεῦμα στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα, πῶς ἐμένα μὲ θεοποιεῖ ἢ πῶς μὲ ἑνώνει μὲ τὴ θεότητα; Συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου