Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

 Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Συνήθιζα νά τόν ἐπισκέπτομαι συχνά.  Μιά μέρα λοιπόν, ὅταν πῆγα, τόν βρῆκα νά διαβάζει.  Χάρηκε, ὅπως πάντα, πού μέ εἶδε. Σηκώθηκε, μέ ἀσπάσθηκε κι ἔκανε νά ξαναπιάσει τό βιβλίο. Ἐγώ ὅμως εἶχα πάει ἐκεῖ γιά ν’ ἀκούσω λόγο ψυχωφελή ἀπ’ τό στόμα του. Γι’ αὐτό τόν παρακάλεσα νά διακόψει τή μελέτη του καί νά μοῦ μιλήσει γιά τή μετάνοια. 
Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ, μοῦ λέει:
-Πίστεψέ με, ἀδελφέ, ὅτι ὁ ἀγαθός Θεός μας δέν θά κρίνει τό χριστιανό ἐπειδή ἁμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ ὅλο μου τό σεβασμό ἀπέναντί του, τόλμησα ν’ ἀντιδράσω.
-Δηλαδή, καταπώς λές, οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά κριθοῦν;  Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αἰνιγματικά.
-Ὑπάρχει καί παρϋπάρχει!
-Τότε ποιός θά κριθεῖ;
-Ἄκου, παιδί μου, νά σοῦ ἐξηγήσω. Δέν κρίνει ὁ Θεός τό χριστιανό γιατί ἁμάρτησε, ἀλλά γιατί δέν μετανοεῖ.  Τό ν’ ἁμαρτάνει κανείς καί νά μετανοεῖ, εἶναι ἀνθρώπινο. Τό νά μή μετανοεῖ, ὅμως, εἶναι γνώρισμα τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων του.  Γι’ αὐτό λοιπόν, παιδί μου, θά κριθοῦμε. Γιατί δέν ζοῦμε συνεχῶς μέσα στή μετάνοια.  
Καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή συζήτησή μας ἐκείνη, μοῦ διηγήθηκε μέ πολλή ἐνάργεια ἕνα θαυμάσιο γεγονός, πού, ἀκούγοντάς το καί μόνο, τά χάνει κανείς μέ τήν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.
Λίγο καιρό ἀφότου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε ὁδηγήσει γιά πρώτη φορά στή μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σέ μιά περιοχή, πού λέγεται «τοῦ Ἀριστάρχου», καί ἀναλογιζόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔνιωσε ὅπως ὁ ἄσωτος γιός τῆς παραβολῆς.  Ξαφνικά ἀπό μιά ἐσωτερική παρόρμηση, λέει στόν ἑαυτό του:
-Σήκω, ἁμαρτωλέ Νήφων, καί πήγαινε στήν ἐκκλησία, νά ἐξομολογηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου στό Θεό. Δέν ξέρεις ἄν θά ζεῖς αὔριο.  Βιάσου λοιπόν!  Κουράστηκε  νά σέ προσμένει ἐκεῖ ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τή μετάνοιά σου.
Δέν κατάλαβε γιά πότε ἔφτασε στό ναό. Λές κι εἶχαν φτερά τά πόδια του. Στάθηκε στά πρόθυρα.  Στράφηκε στ’ ἀνατολικά, σήκωσε τά χέρια του ψηλά κι ἔκφραξε μέ στεναγμούς:

-Δέξου, Πατέρα, τόν νεκρό,
Πού ’χασε τήν ψυχή του
Δέξου τό καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν,
τόν βλάσφημο καί τόν πονηρό,
τόν ἀδιάντροπο καί τόν αἰσχρό,
τόν μολυσμένο καί στό σῶμα καί στήν ψυχή.
Δέξου με, τόν βυθισμένο
σ’ ὅλες τίς δαιμονικές κακίες.
Ἐλέησέ με, τόν μοιχό,
τόν πόρνο καί τόν παιδοφθόρο,
τόν κλέφτη καί τόν παραβάτη,
τῆς ἁμαρτίας τό σίχαμα.
Ἐλέησέ με, τοῦ ἐλέους
ἡ πλούσια κι ἀστείρευτη πηγή.
Μήν ἀποστρέψεις ἀπό μένα
τό πρόσωπό Σου τ’ ἀγαθό.
Μήν πεῖς, Δέσποτα:
‟Ποιός εἶσαι τάχα; Δέν σέ ξέρω!’’.
Μήν πεῖς: ‟Ποῦ ἤσουνα ὥς τώρα;’’.
Μή μέ περιφρονήσει, τόν καπνό,
τό χῶμα, τή σαπίλα, τή ντροπή,
τό σίχαμα, τήν ἀνομία, τό σκουπίδι,
τῶν πονηρῶν τό λάφυρο
καί τῶν θνητῶν τό σκάνδαλο.
Μή μ’ ἀποστέρξεις, Δέσποτα·
ἔλεος δεῖξε, σῶσε με!
Τό ξέρω δά, φιλάνθρωπε,
ὅτι δέν θέλεις τό χαμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
μά τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία του.
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μ’ ἐλεήσεις!
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μέ βοηθήσεις!….

Δέν εἶπε μόνο αὐτά, μά καί πολλά ἄλλα, μέ τήν ψυχή φαρμακωμένη….
Ξάφνου, μιά βροντή ἀκούστηκε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἕνα φῶς, ἀκτινωτό καί φοβερό, ἔλαμψε.  Κι ἐκεῖνο τό φῶς ἔγινε σάν ἀγκαλιά, πού ἔκλεισε μέσα της τόν ὅσιο καί τόν ἀσπάσθηκε τρυφερά!  Συνάμα μιά γλυκειά, οὐράνια φωνή ἀκούστηκε νά λέει:
-Καλῶς ὅρισε ὁ γιός μου!  Καλῶς το, τό παιδί μου, τό πικραμένο μου!  Ξαναζωντάνεψε τό παλικάρι μου.  Ξαναβρέθηκε τό χαμένο μου. Πῶς ἀναστέναζα, γιέ μου, γιά σένα!  Πῶς καιγόταν ἡ καρδιά μου κι ἀδημονοῦσε κι ἔλεγε: ‟Νά, ὥρα τήν ὥρα θά γυρίσει.  Κι ἄν ὄχι τό πρωί, σίγουρα ὅμως ὥς τό βράδυ….’’.  Πῶς μ’ ἔλιωνε ἡ ἔγνοια σου! ….. Χαρά σ’ ἐμένα τώρα, πού φωτίστηκαν τά μάτια σου, ξανάνιωσε ἡ ψυχή σου, καί ἀπό μόνος σου πιά θά μ’ ὁμολογεῖς χωρίς δισταγμό!
Μέ τά λόγια αὐτά τόν ἀσπάσθηκε πάλι καί χάθηκε στόν οὐρανό. Κι ὁ δίκαιος, ἀπ’ τή γλυκύτητα τοῦ ἀσπασμοῦ, ἔπεσε σάν σέ ἔκστασση.
Μόλις συνῆλθε λίγο, ἄλλο τίποτα δέν μπόρεσε νά κάνει ἤ νά πεῖ, παρά μόνο νά ψελλίσει:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!  Δόξα Σοι!
Καί πάλι:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!….
Τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε ἀκατάπαυστα μέ τήν καρδιά πλημμυρισμένη ἀπό θεϊκή εὐωδία καί τό στόμα ξέχειλο ἀπό μέλι πνευματικό.
Ὥρα πολλή προσευχόταν μετά ἀπό κεῖνο τόν ἀνέκφραστο ἀσπασμό. Ὕστερα κινησε γιά τό κελλί του σάν χαμένος ἀπ’ τήν ἔκσταση, πού τοῦ προκάλεσε ἡ θεϊκή ἐπίσκεψη. Ἀπό τότε, καθώς ἔλεγε, μέ πολλή εὐκολία καί προθυμία βάδιζε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό παράδοξο καί σχεδόν ἀπίστευτο θαῦμα τό ἄκουσα – μάρτυράς μου ὁ Θεός! – ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ ὁσίου.  Μοῦ τό διηγήθηκε μέ δάκρυα καί δέος, ἀλλά καί μέ χαρά πνευματική.  Γιατί συνήθιζα νά τοῦ ζητάω ἐπίμονα νά μοῦ διηγεῖται διάφορα περιστατικά ἀπό τή ζωή του.  Κι ἐπειδή μ’ ἀγαποῦσε πολύ, ποτέ δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Σάν ἔφτασε λοιπόν στό κελλί του, τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, πυρπολημένος ἀπό θεῖο πόθο, ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται:

-Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού τόν οὐρανό «ἐξέτεινας ὡς δέρριν»22
καί πού τόν καταστόλισες μέ τ’ ἄστρα,
μέ τά σύννεφα, τόν ἥλιο, τή σελήνη,
κι ἐμένα καταστόλισε
μέ κάθε ἀρετή, ἀντί γι’ ἀστέρια.
Τό νοῦ μου φώτισε
μέ τ’ Ἅγιό Σου Πνεῦαμ, ἀντί γιά ἥλιο.
Τό εἶναι μου πλημμύρισε
μέ τή σοφία Σου, ἀντί γιά σελήνη.
Μέ τήν πραότητα, τήν ὁσιότητα καί τή δικαιοσύνη
ἀντί γιά νέφη τύλιξέ με.
Περίζωσε τή μέση μου μέ τήν ἀλήθεια Σου.
Τά πόδια μου ἑτοίμασε
γιά τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης Σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού ξεχύνεις πλούσιο στήν πλάση τόν ἀέρα
γιά ν’ ἀναπνέουν οἱ ἄνθρωποι
καί νά ζωογονοῦνται,
ξέχυσε πλούσια μέσα μου τή χάρη καί τή δωρεά
τοῦ Ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος.
Κάνε με ὁλόκληρο θεόμορφο,
ὁλόφωτο καί καθαρό, σεμνό καί πράο,
γεμάτο χάρη καί ἀλήθεια,
γεμάτο γνώση καί σοφία πνευματική.

Μέ τά τελευταῖα τοῦτα λόγια, ἔλαμψε καί πάλι φῶς οὐράνιο. Τήν ἴδια στιγμή τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, κρατώντας ἕνα δοχεῖο γεμάτο μύρο. Ὅλο ἐκεῖνο τό μύρο τοῦ τό ἄδειασε στό κεφάλι. Ἀπό κεῖ κύλησε καί μούσκεψε ὅλο του τό σῶμα. Ὁ τόπος πλημμύρισε εὐωδία…
Τά ροῦχα του μοσχομύριζαν ἀρκετές μέρες, πράγμα πού ἔκανε τούς ἄλλους νά ἀποροῦν.  Μερικοί ξεθάρρεψαν καί τόν ρώτησαν:
-Ἀπό τί εἶναι αὐτή ἡ εὐωδία;
Μά ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Ἐγώ εἶμαι ἀπ’ τά γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στίς ἁμαρτίες. Αὐτό τό γνωρίζω καλά. Ὅσο γιά τήν εὐωδία, δέν ξέρω ἀπό τί εἶναι….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου